/
/
Ο Κόσμος του Ελαιολάδου

ο κόσμος του ελαιολάδου

ιστορία & παράδοση

Η ελιά ήταν πάντοτε συνδεδεμένη με την περιοχή της Μεσογείου. Σύμφωνα με αρχαιολογικές και ιστορικές μελέτες, το ελαιόδεντρο ανήκει στην ενδημική χλωρίδα των Μεσογειακών χωρών και οι ερευνητές επιβεβαιώνουν την ύπαρξή του στην περιοχή για τα τελευταία 5000 χρόνια τουλάχιστον.

(Braudel: 1985, Ψιλάκης – Καστανάς: 2003).

Όπως λογικά μπορεί να υποθέσει κανείς, τα πρώτα δέντρα ελιάς δεν ήταν μέρος της ήμερης χλωρίδας της περιοχής. Επρόκειτο για άγρια δέντρα, γνωστά σήμερα με το όνομα αγριελιές και μπορούν ακόμη να εντοπιστούν σε περιοχές της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Κρήτης (Ψιλάκης-Καστανάς: 2003).

Τα στοιχεία πάντως καταδεικνύουν ότι, αρκετά νωρίς, εμφανίστηκε η ανάγκη των πληθυσμών να ελέγξουν την καλλιέργεια της ελιάς. Πρόκειται για μία ένδειξη που επιτρέπει να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι οι ελιές και το ελαιόλαδο είχαν ήδη γίνει μέρος της διατροφής των Μεσόγειων.

Η Κρήτη πιθανολογείται ως το πρώτο μέρος της Μεσογειακής λεκάνης, στο οποίο ξεκίνησε η εξημέρωση του δέντρου (Faure: 1973).

Στην περιοχή του Κολυμβαρίου και συγκεκριμένα στο χωριό “Άνω Βούβες”, υπάρχει ένα από τα παλαιότερα καλλιεργούμενα ελαιόδεντρα “Το Μνημειώδες Ελαιόδεντρο των Βουβών”. Θεωρείται ένα από τα παλαιότερα ελαιόδεντρα στον κόσμο ηλικίας περίπου 2500 ετών.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι ο πρώτος σημαντικός πολιτισμός του νησιού, ο Μινωικός, όχι μόνο βάσιζε την οικονομία του στην αγροτική παραγωγή, αλλά είχε και διευρυμένες εμπορικές σχέσεις με άλλες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, ανταλλάσοντας αγροτικά προϊόντα. (Treuil-Darcque-Poursat-Touchais: 1989).

Ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα που παράγονταν ήταν το ελαιόλαδο. Γενικότερα, η καλλιέργεια και επεξεργασία της ελιάς αποδεικνύεται ότι αποτελούσε μία από τις κύριες απασχολήσεις του τοπικού πληθυσμού κατά τη μινωική περίοδο.

Απόδειξη αποτελούν ευρήματα θρυμματισμένων πυρήνων ελιάς, λύχνων με ίχνη ελαιολάδου και πήλινων αγγείων για την αποθήκευσή του. (Σακελλαράκης: 1988)

Παρ’ όλα αυτά, οι ελιές και το ελαιόλαδο δεν αποτελούσαν μόνο έναν τρόπο επιβίωσης και οικονομικής συναλλαγής για τους Κρήτες.

Χρησιμοποιούνταν σε πολλές πολιτισμικές δραστηριότητες και εκφάνσεις, πέραν της διατροφής, τονίζοντας έτσι τη σημασία του φυτού και των προϊόντων του στην καθημερινή ζωή και τον πολιτισμό του νησιού.

Μία τέτοια περίπτωση ήταν η χρήση των προϊόντων της ελιάς στη λατρεία των θεών.

Μεταβαίνοντας στη Μυκηναϊκή Εποχή, η ελιά και το ελαιόλαδο φαίνονται ως κομμάτι της καθημερινότητας όχι μόνο του τοπικού πληθυσμού αλλά και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής της νότιας Ελλάδας.

Παράλληλα, το λάδι αναφέρεται ως καλλυντικό προϊόν, καθώς και ως μέσο για την λατρεία των θεών (Ψιλάκης-Καστανάς: 2003).

Από την Κλασική Περίοδο και εξής, λόγω του συμβολισμού της ελιάς, τα στεφάνια βράβευσης των νικητών των Ολυμπιακών Αγώνων δημιουργούνταν από τα κλαδιά του δέντρου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, κατά τη διάρκεια των αιώνων, η ελιά δεν έπαψε να παίζει το ρόλο της στη ζωή και την οικονομία των Μεσογειακών πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων.

Οι συναλλαγές αγροτικών προϊόντων στα πλαίσια της Μεσογείου εντατικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των μεγάλων αυτοκρατοριών.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία προώθησε τις εγχρήματες συναλλαγές και η διακίνηση αγροτικών προϊόντων αποτέλεσε ένα μέσο συσσώρευσης πλούτου (Alfoldy:1984). Σε εκείνη την εποχή μπορεί να τοποθετηθεί και η επέκταση της διακίνησης των προϊόντων της ελιάς σε περιοχές εκτός της μεσογειακής λεκάνης. Επιπλέον, ο αυξανόμενος αστικός πληθυσμός της περιόδου προκάλεσε την ανάγκη περισσότερων εισαγωγών, προκειμένου να αποτραπεί η πιθανότητα έλλειψης ελαιολάδου για τους κατοίκους των ρωμαϊκών πόλεων και της ίδιας της πρωτεύουσας, της Ρώμης.

Το ίδιο ίσχυσε και κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη, το ελαιόλαδο κατέφτανε σε πιθάρια που μεταφέρονταν με πλοία. Κατά καιρούς σημειωνόταν έλλειψη του προϊόντος, λόγω της ευρείας χρήσης του στη διατροφή, το φωτισμό, ακόμη και τον καλλωπισμό. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε περιστασιακές απαγορεύσεις της εξαγωγής του από τα σύνορα του Βυζαντίου (Ψιλάκης-Καστανάς: 2003). Κατά τη διάρκεια των αιώνων η Κρήτη παρέμενε ελαιοπαραγωγική περιοχή.

Στην Ύστερη Ενετική Περίοδο – γύρω στον 17ο αιώνα – η εξαγωγή ελαιολάδου από το νησί έγινε συστηματικότερη, λόγω της οργάνωσης του εμπορίου από το Ενετικό κράτος. Το ελαιόλαδο και το κρασί αποτελούσαν τα κύρια προϊόντα εξαγωγής της μεγαλονήσου (Δετοράκης:1990).

Κατά τον 19ο αιώνα συστηματοποιήθηκε μία ακόμη χρήση των προϊόντων της ελιάς, η σαπωνοποιΐα. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει εν πολλοίς, ότι η επικράτηση της ελιάς στις καλλιέργειες της Κρήτης έχει την απαρχή της σε εκείνη την εποχή.

Η αποκλειστική χρήση ελαιολάδου από τους Κρήτες, σε συνδυασμό με μία αυξανόμενη οικονομία βασισμένη στην επεξεργασία και εξαγωγή του προϊόντος, οδήγησε σε μία καλπάζουσα αύξηση του αριθμού των ελαιώνων στο νησί (Ψιλάκης-Καστανάς: 2003, Δετοράκης: 1990).

Ήταν τότε που οι Κρήτες κλήθηκαν να συστηματοποιήσουν αυτό που ασκούσαν κατά τις τελευταίες πέντε χιλιετίες: την καλλιέργεια της ελιάς και την παραγωγή του ελαιολάδου.